Ομιλία ΥΕΘΑ Ν. Δένδια κατά τη συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής επί της προτάσεως δυσπιστίας

28 Μαρτίου, 2024

Ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας, Νίκος Δένδιας, ανέφερε κατά την ομιλία του στην Ολομέλεια της Βουλής, στη συζήτηση επί της προτάσεως δυσπιστίας:

«Κύριε Πρόεδρε, σας ευχαριστώ.

Κύριοι Υπουργοί, κυρίες, κύριοι συνάδελφοι, θα ήθελα κατ’ αρχήν να συνομολογήσουμε το αυτονόητο, ότι ουδείς σε αυτήν την αίθουσα διαθέτει το μονοπώλιο της καρδιάς, η γνωστή φράση του Βαλερί Ζισκάρ ντ ‘ Εσταίν, προς τον Φρανσουά Μιτεράν.

Επίσης, το έχω επαναλάβει πολλές φορές, ουδείς έχει μονοπώλιο πατριωτικών αισθημάτων και ουδείς βεβαίως έχει μονοπώλιο κοινωνικής ευαισθησίας. Ιδιαίτερα όσον αφορά τη βαθύτατη θλίψη που προκαλεί μια τεράστια καταστροφή, μια τραγωδία όπως αυτή των Τεμπών. Στεκόμαστε όλοι, το σύνολο της Ελληνικής Αντιπροσωπείας, με συντριβή μπροστά στις οικογένειες των θυμάτων και συμμετέχουμε όλοι με συντριβή στην οδύνη που έχει προκαλέσει το τραγικό αυτό δυστύχημα. 

Αντιλαμβανόμαστε νομίζω όλοι την απαίτηση του συνόλου της ελληνικής κοινωνίας για την πλήρη διερεύνηση των συνθηκών του δυστυχήματος, για την απόδοση ευθυνών, για την απόδοση ποινικών ευθυνών, τελικά για την απονομή δικαιοσύνης.

Το ερώτημα που καλούμαστε να απαντήσουμε σήμερα στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης για την πρόταση δυσπιστίας είναι εάν η πρόταση δυσπιστίας αποτελεί ένα βήμα ικανοποίησης αυτής της απαίτησης του συνόλου της ελληνικής κοινωνίας για δικαιοσύνη. Και μου επιτρέπετε να σας απαντήσω ευθέως στο ρητορικό ερώτημα: Δεν είναι ένα τέτοιο βήμα η υποβολή και συζήτηση αυτής της πρότασης. Η υποβληθείσα πρόταση δυσπιστίας είναι κατ΄ αρχήν, κατά την κρίση μου βεβαίως, πολιτικά εσφαλμένη, αλλά είναι και κάτι βαρύτερο, είναι και θεσμικά επικίνδυνη.

Εξηγώ κατ΄ αρχήν στο επίπεδο του θεσμικού πλαισίου. Η πρόταση δυσπιστίας αμφισβητεί ευθέως θεμελιώδεις κανόνες που διέπουν την λειτουργία του κράτους, την λειτουργία των θεσμών. 

Δευτερογενώς, στο πολιτικό πλαίσιο, δεν διατυπώνει οποιαδήποτε πρόταση, οποιαδήποτε εναλλακτική πρόταση στα ζητήματα τα οποία θίγει. Θα έρθω όμως σε αυτό μετά.

Επαναλαμβάνω επίσης μία γενική μου τοποθέτηση, ότι θεωρώ a priori αυτονόητο ότι όλοι σε αυτή την αίθουσα θέλουμε να απονεμηθεί δικαιοσύνη και ότι σε αυτό δεν μπορούν να χωρέσουν εκπτώσεις, δεν μπορούν να παρεισφρήσουν πολιτικοί τακτικισμοί και δεν είναι σωστό να παρεισφρήσει κομματική εκμετάλλευση.

Τι χρειάζεται; Να αφεθεί η Δικαιοσύνη να επιτελέσει απερίσπαστη το έργο της, να αποδώσει ευθύνες το συντομότερο δυνατόν, όπου αναλογούν. Διότι αυτή είναι η συνταγματική της υποχρέωση.

Ποια είναι η δική μας συνταγματική υποχρέωση και ευθύνη των μελών του Κοινοβουλίου; Είναι κατ΄ αρχήν το αυτονόητο, να αντιληφθούμε το ρόλο του θεσμικού αντίβαρου, που συνιστά ο θεσμός της Δικαιοσύνης σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή δημοκρατία, σε μία σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα.

Να συνειδητοποιήσουμε δηλαδή ότι το σύγχρονο φιλελεύθερο ευρωπαϊκό κράτος είναι ο πολιτικός εγγυητής της απρόσκοπτης λειτουργίας των θεσμών και της Δικαιοσύνης. Να συνειδητοποιήσουμε ότι οι θεσμοί δεν λειτουργούν στο σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος με όρους πλειοψηφίας ή μειοψηφίας. Δηλαδή να συνειδητοποιήσουμε ότι χωρίς την αυθεντία των θεσμών, χωρίς την αυθεντία του κράτους δικαίου δεν υφίσταται Δημοκρατία.

Εμείς, στη Νέα Δημοκρατία, θα μου επιτρέψετε να πω ότι διαχρονικά πιστεύουμε στην εμβάθυνση των θεσμών, στη εμβάθυνση της αυθεντίας του κράτους δικαίου.

Δεν μπόρεσα παρά να θυμηθώ ότι στην επιστολή μου εδώ και πάνω από μια δεκαετία στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για τη συνένωση των δικογραφιών της Χρυσής Αυγής ακριβώς σε αυτή την αυθεντία του κράτους δικαίου αναφέρθηκα.

Και επίσης δεν πάσχουμε εμείς, μιλάω τώρα για εμάς τη Νέα Δημοκρατία, από ηθική δυσχρωματοψία, ώστε να διακρίνουμε «καλή και κακή» απονομή δικαιοσύνης. Και ότι το ζήτημα αυτό είναι ζήτημα το οποίο χειρίζεται η Δικαιοσύνη δεν το αγνοεί η αντιπολίτευση. Δεν το αγνοεί και η πρόταση δυσπιστίας. Αν σας παραπέμψω στη σελίδα 9 λέει επί λέξει «στην αιτιώδη σχέση μεταξύ της μη ολοκλήρωσης της σύμβασης και της τραγωδίας που διερευνά η αρμόδια ανακριτική αρχή». Υπάρχει κατανόηση ότι το ζήτημα το οποίο θίγεται, ερευνάται κατ΄ ουσίαν από τη Δικαιοσύνη. Μου δημιουργείται λοιπόν το ερώτημα τι προσθέτει σε αυτή την δικαστική έρευνα η πρόταση δυσπιστίας, αν μη την έμμεση, αλλά νομίζω σαφή σε όλους μας, αμφισβήτηση της επάρκειας της Δικαιοσύνης; 

Ή για να το πούμε απλά και όχι με σχήματα, εάν η Δικαιοσύνη έχει την εμπιστοσύνη μας και μπορεί να κάνει τη δουλειά της στο θέμα το οποίο ήδη ερευνά, τότε προς τι η πρόταση δυσπιστίας ως προς αυτό το σκέλος;

Νομίζω ότι εδώ δημιουργούνται και άλλα ερωτήματα, αλλά επί της ουσίας, εάν χειριζόμαστε έτσι τα θέματα, ακυρώνουμε το ρόλο της Δικαιοσύνης. Στην πραγματικότητα επιχειρούμε, έστω και αν δεχθώ ότι δεν είναι αυτή η πρόθεση, την εργαλειοποίησή της. Και αυτό νομίζω ότι μόνο ένα αποτέλεσμα έχει στο τέλος, τον βαρύτατο τραυματισμό της Δημοκρατίας.

Υπάρχουν συγκεκριμένες ευθύνες για την τραγωδία των Τεμπών. Δεν νομίζω ότι υπάρχει άλλη άποψη σε αυτό. Το είπε πρώτος ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, ο κύριος Μητσοτάκης. Δεν μίλησε για τυχαίο συμβάν. Και το λέει νομίζω και συνολικά η Κυβέρνηση, οι Υπουργοί της, όσοι μίλησαν σήμερα εδώ. Και βεβαίως υπάρχουν και συγκεκριμένες και διαχρονικές παραλείψεις και αστοχίες που συνέτειναν σε αυτήν την τραγωδία. Όμως, οι κινητροδοτούμενες εν όψει ευρωεκλογών, όπως λέχθηκε πριν, κομματικές αντεγκλήσεις περί επιμερισμού ευθυνών, οδηγούν κάπου;

Νομίζω ότι αν οδηγούν σε ένα πράγμα, είναι ότι οδηγούν σε ένα θεσμικό αδιέξοδο και βεβαίως κουράζουν την κοινωνία, κουράζουν τους πολίτες, αποδυναμώνουν στο σύνολό του το πολιτικό σύστημα. Δεν πρέπει να υπάρχουν ψευδαισθήσεις ότι υπάρχει κάποιος ο οποίος βγαίνει κερδισμένος από μια τέτοια συζήτηση αυτού του αντικειμένου και κάποιος χαμένος.

Η αντιπαράθεση κυρίες και κύριοι συνάδελφοι για να είναι γόνιμη – και έρχομαι τώρα στο πολιτικό κομμάτι της πρότασης δυσπιστίας – χρειάζεται ρεαλισμό, χρειάζεται υπευθυνότητα, αλλά προφανώς χρειάζεται προτάσεις.

Η Κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει ένα μεταρρυθμιστικό αφήγημα. Μπορεί να έχει λάθη αυτό το αφήγημα, μπορεί να έχει παραλείψεις, αλλά δεν διατυπώνεται κάτι τέτοιο σε αυτήν την πρόταση δυσπιστίας η οποία κατατέθηκε. Δεν αποτελεί εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης της πατρίδας μας. Δεν σημειώνει με ποιο τρόπο θα πρέπει να διορθωθούν ή να συμπληρωθούν λάθη και παραλείψεις στο μεταρρυθμιστικό αφήγημα και τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια αυτής της Κυβέρνησης.

Το αίτημα το οποίο διατυπώνεται είναι επί λέξει, «να μην αφεθεί άλλο στα χέρια της Κυβέρνησης η διακυβέρνηση της χώρας». Μάλιστα. «Να μην αφεθεί άλλο στα χέρια της Κυβέρνησης η διακυβέρνηση της χώρας». 

Να πάει πού; Να γίνει τι; Δεν είναι το αυτονόητο; Τι προτείνει η πρόταση δυσπιστίας; Κενό εξουσίας; Δεν διατυπώνεται σε παρόντα χρόνο;

Βεβαίως, δεν είμαι εγώ που δικαιούμαι να κρίνω την αντιπολίτευση. Η κοινωνία το κάνει αυτό. Όμως, οφείλω να διατυπώσω την άποψη ότι μια τέτοιας αντίληψης πρόταση δεν βοηθά τη χώρα και δεν προάγει τα συμφέροντά της. Γιατί η ανέξοδη κριτική είναι το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο, το ξέρουμε όλοι. Η καταγγελία είναι η πιο απλή διαδικασία, η πρόταση έχει τη δυσκολία. Και βεβαίως, επαναλαμβάνω για να μην παρεξηγούμαι, δεν ισχυρίζομαι ότι η κυβέρνηση είναι αλάνθαστη, το αντίθετο. Έχουμε υποχρέωση να δεχόμαστε την κριτική και τη δεχόμαστε, όμως αποζητούμε την πρόταση και το επιχείρημα και αυτή η πρόταση και αυτό το επιχείρημα μαζί με την κριτική συνιστά το σύνολο της συνταγματικής υποχρέωσης της αντιπολίτευσης.

Εμείς από την πλευρά μας πάντοτε είμαστε απέναντι στην πολιτικάντικη ηθικολογία, το έχουμε ξεκαθαρίσει πολλά χρόνια τώρα. Είμαστε επίσης απέναντι σε έναν πολιτικό διάλογο που μετατρέπει τη συζήτηση σε αυτήν την αίθουσα σε ένα «κυνήγι μαγισσών». Και βεβαίως είμαστε απέναντι διαχρονικά στις πολύ επικίνδυνες υπεραπλουστεύσεις, είμαστε απέναντι στον αυταρχισμό που κρύβει η μη κατάθεση προτάσεων και είμαστε, το ξέρετε αυτό πολύ καλά, πάντοτε απέναντι σε κάθε λαϊκισμό.

Πιστεύουμε ότι η στοιχειοθέτηση ενός λαϊκίστικού αφηγήματος είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα υπονόμευσης των θεσμών. Το ζήσαμε, δεν κομίζουμε γλαύκα εις Αθήνας, το έζησε συνολικά η ελληνική κοινωνία.

Κυρίες και κύριοι, εάν υπάρχει ένα μεγάλο επίτευγμα της μεταπολίτευσης στο οποίο έχει κεντρικό ρόλο το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, αλλά έχει συμμετοχή και το σύνολο του πολιτικού συστήματος, είναι ότι η Ελλάδα έχει καταστεί μια ευρωπαϊκή δημοκρατία.

Τέλεια; Όχι. Αλλά δεν υπάρχουν τέλειες δημοκρατίες σε αυτόν τον πλανήτη. Με προβλήματα; Βεβαίως, αλλά στην ιστορία του νέου ελληνικού κράτους είναι νομίζω η καλύτερη περίοδος λειτουργίας των θεσμών. Ξαναλέω, με συμμετοχή σε αυτό του συνόλου του πολιτικού συστήματος, όμως με κεντρικό ρόλο της Νέας Δημοκρατίας. Πρέπει αυτό το μεγάλο κέρδος, αυτή τη μεγάλη θεσμική κατάκτηση, να την διαφυλάξουμε, να την προστατεύσουμε, να μην την ενυποθηκεύσουμε στην προτεραιότητα της ανάγκης ή της εσωτερικής διαμάχης στο πλαίσιο της αντιπολίτευσης.

Να προσλάβουμε με σοβαρότητα, με απόλυτη σοβαρότητα, με απόλυτο σεβασμό στη μνήμη των θυμάτων, τον θεσμικό μας ρόλο ως κοινοβουλευτική παρουσία. Και να κάνουμε αυτό που το Σύνταγμα και η κοινωνία περιμένει από εμάς. Να αφήσουμε τη Δικαιοσύνη να κάνει τη δουλειά της, απονέμοντας αυτό που αξίζει, ως απόλυτο σεβασμό στη μνήμη των θυμάτων της τραγωδίας.

Σας ευχαριστώ πολύ». 

 

Ο κ. Δένδιας, απαντώντας στα όσα ανέφερε ο Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής, Μιχάλης Κατρίνης, τόνισε: 

 

«Αγαπητέ κύριε συνάδελφε, δεν θα σας απαντήσω με οξύτητα, διότι τότε θα πέσω εγώ ο ίδιος στην παγίδα αυτού που προ ολίγου θεώρησα ως θεσμικό λάθος, θεσμικό ατόπημα.

Παρότι η κατηγορία την οποία εκπέμπετε κατά μιας Κυβέρνησης ότι συγκαλύπτει, διότι στην πραγματικότητα αυτό είπατε, είναι βαριά κατηγορία. Είναι βαριά κατηγορία.

Εγώ θα ρωτήσω κάτι άλλο, τι από ό,τι είπατε ή τι από ό,τι ελέχθη στην αίθουσα αυτές τις δυο μέρες, είναι εκτός του κύκλου ερεύνης της δικαστικής εξουσίας; Πράγματι ήμουν στο εξωτερικό σε εκτέλεση των υπουργικών μου καθηκόντων, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν παρακολουθώ τις συζητήσεις στη Βουλή. Άλλωστε, από την εμπιστοσύνη αυτού του σώματος συναρτάται η διατήρηση της ιδιότητας μου ως Υπουργού, άρα έχω θεσμική υποχρέωση να παρακολουθώ τι γίνεται εδώ. Δεν κάνω κάποια χάρη στην εθνική αντιπροσωπεία. Ερωτώ λοιπόν, τι από ό,τι ελέχθη εδώ είναι εκτός του κύκλου ερεύνης της δικαστικής εξουσίας; Σε οποιοδήποτε θέμα, ακόμα και στο θέμα των υποκλοπών που θίξατε τώρα. Τι προσέθεσε δηλαδή η συζήτηση αυτή στην αρμόδια δικαστική έρευνα;

Διότι αν ουδέν προσέθεσε πέραν οξύτητος και αντεγκλήσεων, πέραν αν θέλετε κομματικοποίησης ενός διαλόγου περί του τι συνέβη και ποιος είναι ο υπεύθυνος, αν ουδέν προσέθεσε, τότε εγώ αυτό το οποίο ισχυρίζομαι, ότι κακώς υπεβλήθη η πρόταση δυσπιστίας και δυσχεραίνει και δεν διευκολύνει τη Δικαιοσύνη είναι σωστό.

Εάν πάλι αποδειχθεί ότι εδώ κατετέθησαν πράγματα εκτός της δικαστικής έρευνας, θα προκύψει ένα δεύτερο ερώτημα. Γιατί αυτά τα νέα στοιχεία εμφανίζονται στη Βουλή και δεν έχουν κατατεθεί ενώπιον των αρμοδίων ανακριτικών αρχών;

Εάν υπάρχουν και δεν κατατέθηκαν εκεί, τότε αυτό συνιστά πάλι αυτό το οποίο είπα προηγουμένως, έργω αμφισβήτηση της αυθεντίας του κράτους δικαίου. Ή για να το πω απλά και κατανοητά, έλλειψη εμπιστοσύνης στη Δικαιοσύνη.

Πρέπει να πω το εξής, υπάρχει η γνωστή φράση, ελέχθη στη Γερμανία απέναντι σε έναν βασιλιά αιώνες πίσω, θα την παραφράσω για να την επαναλάβω ενώπιον της εθνικής αντιπροσωπείας. Υπάρχουν δικαστές στην Αθήνα και υπάρχουν δικαστές στη Λάρισα και να τους αφήσουμε να κάνουν τη δουλειά τους.

Σας ευχαριστώ πολύ». 

Ο κ. Δένδιας, απαντώντας επίσης στα όσα ανέφερε ο Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ Θεόφιλος Ξανθόπουλος, επισήμανε: 

«Δεν θα αναλώσω τον πολύτιμο χρόνο της Ελληνικής Αντιπροσωπείας κύριε Πρόεδρε. Αγαπητέ κύριε συνάδελφε, είπατε και θίξατε δύο διαφορετικά ζητήματα. Κατ’ αρχήν, είπατε ότι δεν επιθυμείτε δια της πρότασης δυσπιστίας την ανάμιξη στο έργο της Δικαιοσύνης. Άλλωστε, είστε έγκριτος λειτουργός της Θέμιδας, δεν θα λέγατε κάτι άλλο, είμαι απολύτως βέβαιος για αυτό. Όμως, εφόσον μιλάμε για μια πολιτική διαδικασία, είμαι αναγκασμένος να επαναλάβω το δεύτερο στοιχείο της επιχειρηματολογίας μου κατά την ομιλία μου.

Απαξιώνετε – και το λέω με κάθε επιείκεια -την Κυβέρνηση με την πρόταση δυσπιστίας. Διάβασα προηγουμένως τον τρόπο με τον οποίον αναφέρεστε σε αυτήν.

Ποια είναι η δική σας πρόταση διακυβέρνησης; Πάμε τώρα στο πολιτικό επίπεδο. Ζητάτε από την Εθνική Αντιπροσωπεία στην πραγματικότητα να άρει την εμπιστοσύνη της στην Κυβέρνηση. Αυτό ζητάτε. Αυτό σημαίνει πρόταση δυσπιστίας. Ποια είναι η δική σας κυβερνητική πρόταση εδώ; Τι είναι αυτό από αυτήν την πρόταση την οποία συνυπογράφετε, που συνιστά πρόταση διακυβέρνησης της χώρας, εναλλακτική της πρότασης της Κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας; Πέστε μας. Διότι τότε, εφόσον μετατρέπετε την εθνική αντιπροσωπεία σε κριτή της επάρκειας της κυβέρνησης, πρέπει να πάτε και στη δεύτερη φάση και να εξηγήσετε ποια είναι η επόμενη μέρα την οποία εσείς προτείνετε στην εθνική αντιπροσωπεία και στην ελληνική κοινωνία και αυτό δεν το πράττετε.

Το μόνο που πράττετε εδώ είναι να απαξιώνετε την κυβέρνηση. Αυτό είναι κοινοβουλευτικά έωλο, αυτό έθιξα προηγουμένως. 

Ευχαριστώ κ. Πρόεδρε».